- μπόλικα
- [болика] εκίρ. в избытке
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
μπόλικος — η, ο 1. άφθονος, πλούσιος («μπόλικα λεφτά») 2. ευρύχωρος, φαρδύς («τα παπούτσια μου είναι μπόλικα»). επίρρ... μπόλικα (συν. με αναδίπλωση) μπόλικα μπόλικα με μεγάλη αφθονία, άφθονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bol + κατάλ. ικος] … Dictionary of Greek
μπόλικος — η, ο (λ. τουρκ.), αρκετός σε ποσότητα, άφθονος: Έφαγα μπόλικα φρούτα και πόνεσε η κοιλιά μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)